- πανθοινία
- ή, Α [πάνθοινος]πλουσιοπάροχο συμπόσιο, μεγαλοπρεπής ευωχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανθοινία — πανθοινίᾱ , πανθοινία a high festival fem nom/voc/acc dual πανθοινίᾱ , πανθοινία a high festival fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίας — πανθοινίᾱς , πανθοινία a high festival fem acc pl πανθοινίᾱς , πανθοινία a high festival fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαι — πανθοινίᾱͅ , πανθοινία a high festival fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαν — πανθοινίᾱν , πανθοινία a high festival fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθοινίαις — πανθοινία a high festival fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)